ειμαρμένο

ειμαρμένο
το (Α εἱμαρμένος, -η, -ον)
αυτό που είναι προκαθορισμένο να συμβεί, το μοιραίο, το γραφτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού παρακμ. είμαρται τού αρχ. ρ. μείρομαι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”